σύλλιθος

σύλλιθος
-ον, Α
φρ. «σύλλιθος τόπος» — χώρος στρωμμένος με πέτρα, λιθόστρωτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + λίθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συλλίθους — σύλλιθος paved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλίθῳ — σύλλιθος paved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”